- φατούρα
- η1) спец. фактура, накладная; 2) ценник, прейскурант
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατούρα — η, Ν ναυτ. τιμολόγιο αποστολής εμπορευμάτων, στο οποίο αναγράφονται αναλυτικά τα είδη και η ποσότητά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fattura «τιμολόγιο»] … Dictionary of Greek
φατούρα — η (λ. ιταλ.), τιμολόγιο εμπορευμάτων, λογαριασμός που έχει γραμμένη την αξία των εμπορευμάτων και την τιμή του καθενός τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)